- απορητικος
- ἀπορητικός3сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απορητικός — ἀπορητικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία 2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί οι Σκεπτικοί* φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος … Dictionary of Greek
ἀπορητικός — inclined to doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορητικός — ή, ό αυτός που κλίνει στην απορία, την αβεβαιότητα, την αμφιβολία: Οι οπαδοί του φιλόσοφου Πύρρωνα λέγονταν στην αρχαιότητα απορητικοί ή σκεπτικοί (σκεπτικιστές) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορητικώτερον — ἀπορητικός inclined to doubt adverbial comp ἀπορητικός inclined to doubt masc acc comp sg ἀπορητικός inclined to doubt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικῶν — ἀπορητικός inclined to doubt fem gen pl ἀπορητικός inclined to doubt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικόν — ἀπορητικός inclined to doubt masc acc sg ἀπορητικός inclined to doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικαί — ἀπορητικός inclined to doubt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικοῖς — ἀπορητικός inclined to doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικοί — ἀπορητικός inclined to doubt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικοῦ — ἀπορητικός inclined to doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικούς — ἀπορητικός inclined to doubt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)